λυσσῶπις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_12)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσῶπις''': -ιδος, ἡ, ἔχουσα λυσσῶδες [[ὄμμα]] ἢ [[βλέμμα]], Ὀρφ. Ἀργ. 977.
|lstext='''λυσσῶπις''': -ιδος, ἡ, ἔχουσα λυσσῶδες [[ὄμμα]] ἢ [[βλέμμα]], Ὀρφ. Ἀργ. 977.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυσσῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει λυσσώδες [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βλοσυρ</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσῶπις Medium diacritics: λυσσῶπις Low diacritics: λυσσώπις Capitals: ΛΥΣΣΩΠΙΣ
Transliteration A: lyssō̂pis Transliteration B: lyssōpis Transliteration C: lyssopis Beta Code: lussw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A with frantic glance, Orph.A.979.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσῶπις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα λυσσῶδες ὄμμαβλέμμα, Ὀρφ. Ἀργ. 977.

Greek Monolingual

λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ-ώπις, γλαυκ-ώπις].