λυκάων: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(6_19) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυκάων''': -ονος, ἡ, = [[λυκάνθρωπος]], Παῦλ. Αἰγ. 3. 16. | |lstext='''λυκάων''': -ονος, ἡ, = [[λυκάνθρωπος]], Παῦλ. Αἰγ. 3. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λυκάων]], -ονος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae<br />(αρχ. [[λυκάνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>άων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>διδυμ</i>-<i>άων</i>, <i>οπ</i>-<i>άων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A = λυκάνθρωπος, Paul.Aeg.3.16.
Greek (Liddell-Scott)
λυκάων: -ονος, ἡ, = λυκάνθρωπος, Παῦλ. Αἰγ. 3. 16.
Greek Monolingual
ο (Α λυκάων, -ονος)
νεοελλ.
ζωολ. αγριόσκυλος του είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας canidae
(αρχ. λυκάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθ. -άων (πρβλ. διδυμ-άων, οπ-άων].