μακροημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_8)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μακροημερεύω]] [[μακροήμερος]]<br />ζω [[πολλά]] [[χρόνια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[μακροζωία]]<br /><b>2.</b> [[καθυστερώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> παρατείνομαι, [[χρονίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μακροημερεύω: ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.

Greek Monolingual

(AM μακροημερεύω μακροήμερος
ζω πολλά χρόνια
μσν.
1. (μτβ.) δίνω μακροζωία
2. καθυστερώ κάποιον
3. παρατείνομαι, χρονίζω.