μαδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_4)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰδαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μαδαρός]], Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.
|lstext='''μᾰδαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[μαδαρός]], Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.
}}
{{grml
|mltxt=μαδαῑος, -αία, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαδαρός]]) [[υγρός]], [[πυώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαδαρός]], από το θ. του <i>μαδῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδαῖος Medium diacritics: μαδαῖος Low diacritics: μαδαίος Capitals: ΜΑΔΑΙΟΣ
Transliteration A: madaîos Transliteration B: madaios Transliteration C: madaios Beta Code: madai=os

English (LSJ)

α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet.

   A de herb.83.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.

Greek Monolingual

μαδαῑος, -αία, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του μαδαρός) υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαδαρός, από το θ. του μαδῶ].