μακρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_16)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόφωνος''': -ον, [[μεγαλόφωνος]], Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.
|lstext='''μακρόφωνος''': -ον, [[μεγαλόφωνος]], Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, <i>φερέ</i>-<i>φωνος</i>).
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφωνος Medium diacritics: μακρόφωνος Low diacritics: μακρόφωνος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: makróphōnos Transliteration B: makrophōnos Transliteration C: makrofonos Beta Code: makro/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος, φερέ-φωνος).