ματαιόσχολος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_17)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιόσχολος''': -ον, ὁ εἰς μάταια ἀσχολούμενος, Φωτ. Βιβλ. σ. 237 (142, 20).
|lstext='''ματαιόσχολος''': -ον, ὁ εἰς μάταια ἀσχολούμενος, Φωτ. Βιβλ. σ. 237 (142, 20).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ματαιόσχολος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με [[μάταια]] και ανώφελα πράγματα, ο [[ματαιόσπουδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ματαιόσχολα</i> (Μ ματαιόσχολα)<br />με τρόπο ματαιόσχολο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αργό]]-<i>σχολος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόσχολος: -ον, ὁ εἰς μάταια ἀσχολούμενος, Φωτ. Βιβλ. σ. 237 (142, 20).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ματαιόσχολος, -ον)
αυτός που ασχολείται με μάταια και ανώφελα πράγματα, ο ματαιόσπουδος.
επίρρ...
ματαιόσχολα (Μ ματαιόσχολα)
με τρόπο ματαιόσχολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σχολος (< σχολή), πρβλ. αργό-σχολος].