μελάμπετρος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμπετρος''': -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.
|lstext='''μελάμπετρος''': -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάμπετρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέτρα]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπετρος Medium diacritics: μελάμπετρος Low diacritics: μελάμπετρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: melámpetros Transliteration B: melampetros Transliteration C: melampetros Beta Code: mela/mpetros

English (LSJ)

ον,

   A with black rocks, Philet. 24.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.

Greek Monolingual

μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.