μελισσότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(SL_2) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μελισσότευκτος]] <br /> <b>1</b> made by bees μελισσοτεύκτων [[κηρίων]] fr. 152. | |sltr=[[μελισσότευκτος]] <br /> <b>1</b> made by bees μελισσοτεύκτων [[κηρίων]] fr. 152. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελισσότευκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα [[κηρία]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τευκτος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A made by bees, κηρία Pi.Fr.152.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.
English (Slater)
μελισσότευκτος
1 made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.
Greek Monolingual
μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].