μεσόνεοι: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
(6_22)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόνεοι''': -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ [[νεώς]], οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - [[ἐντεῦθεν]] ὁ Schneid. διορθοῖ [[κώπη]] μεσόνεως ἀντὶ [[κώπη]] [[μέσον]] νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.
|lstext='''μεσόνεοι''': -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ [[νεώς]], οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - [[ἐντεῦθεν]] ὁ Schneid. διορθοῖ [[κώπη]] μεσόνεως ἀντὶ [[κώπη]] [[μέσον]] νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσόνεοι]], οἱ (Α)<br />οι κωπηλάτες που κάθονταν στο [[μέσο]] του πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ [[μακριά]] [[κουπιά]] («διὰ τί οἱ [[μεσόνεοι]] [[μάλιστα]] τὴν ναῡν κινοῡσι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναῦς]], [[νεώς]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόνεοι Medium diacritics: μεσόνεοι Low diacritics: μεσόνεοι Capitals: ΜΕΣΟΝΕΟΙ
Transliteration A: mesóneoi Transliteration B: mesoneoi Transliteration C: mesoneoi Beta Code: meso/neoi

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A rowers amidships, who had the longest oars, Arist.Mech.850b10, IG12(1).43 (Rhodes, i B. C.):—hence κώπη μεσονέως (prob. for μέσον νεώς), Arist.PA687b18.

German (Pape)

[Seite 139] οἱ, heißen auf den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren die Ruderer auf der mittleren Bank, vgl. θαλαμίτης u. θρανίτης, Arist. mechan. 4. – Aber κώπη μεσόνεως Arist. part. an. 4, 10 ist f. L. für μέσον νεώς.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόνεοι: -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ νεώς, οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - ἐντεῦθεν ὁ Schneid. διορθοῖ κώπη μεσόνεως ἀντὶ κώπη μέσον νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.

Greek Monolingual

μεσόνεοι, οἱ (Α)
οι κωπηλάτες που κάθονταν στο μέσο του πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ μακριά κουπιά («διὰ τί οἱ μεσόνεοι μάλιστα τὴν ναῡν κινοῡσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς.