μέτα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(Bailly1_3)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μετά]] Rem. I. et II. <i>in fine</i>.
|btext=v. [[μετά]] Rem. I. et II. <i>in fine</i>.
}}
{{grml
|mltxt=<b>χημ.</b> εμπορική [[ονομασία]] της μεταλδεΰδης, η οποία με τη [[μορφή]] πλακιδίων χρησιμοποιείται ως [[στερεά]] καύσιμη ύλη, υποκατάστατο του οινοπνεύματος.
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

v. μετά Rem. I. et II. in fine.

Greek Monolingual

χημ. εμπορική ονομασία της μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο του οινοπνεύματος.