μεταλλεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταλλεύς''': ὁ, = [[μεταλλευτής]], Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., [[εἶδος]] μύρμηκος. | |lstext='''μεταλλεύς''': ὁ, = [[μεταλλευτής]], Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., [[εἶδος]] μύρμηκος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταλλεύς]], -έως, ὁ (Α) [[μέταλλον]]<br /><b>1.</b> [[μεταλλευτής]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μεταλλεύς</i><br />[[τίτλος]] έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] μυρμηγκιού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg.678d, IG2.3260b: in pl., Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus. II a kind of ant, Hsch.
German (Pape)
[Seite 149] ὁ, wie μεταλλευτής, der Bergmann; Plat. Legg. III, 678 d; D. Sic. 20, 94 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλεύς: ὁ, = μεταλλευτής, Πλάτ. Νόμ. 678D., Λυσ. παρ’ Ἁρπ.· ― παρ’ Ἡσυχ., εἶδος μύρμηκος.
Greek Monolingual
μεταλλεύς, -έως, ὁ (Α) μέταλλον
1. μεταλλευτής, μεταλλωρύχος
2. ως κύριο όν. Μεταλλεύς
τίτλος έργων του Φερεκράτους και του Νικομάχου
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος μυρμηγκιού.