μεταδότης: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(8) |
(24) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=metado/ths | |Beta Code=metado/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who imparts generously</b>, παντός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.53</span> J. (pl.).</span> | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who imparts generously</b>, παντός <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.53</span> J. (pl.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μεταδότης]], θηλ. [[μεταδότις]] [[μεταδίδω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[μέρος]] από [[κάτι]] δικό του ή, γενικά, [[μέρος]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταδίδει ή διά του οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[μεταδοτήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δίνει [[κάτι]] με [[προθυμία]], [[ελευθέριος]], [[γενναιόδωρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who imparts generously, παντός Phld.Oec.p.53 J. (pl.).
Greek Monolingual
ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις μεταδίδω
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι
2. αυτός που μεταδίδει ή διά του οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι
3. μεταδοτήρας
αρχ.
αυτός που δίνει κάτι με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος.