μετεισδύνω: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(6_6) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεισδύνω''': εἰς... [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς [[ἄλλο]], ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον [[ὄστρακον]] καὶ εἰσδύονται εἰς [[ἄλλο]] μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22. | |lstext='''μετεισδύνω''': εἰς... [[ἐξέρχομαι]] ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς [[ἄλλο]], ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον [[ὄστρακον]] καὶ εἰσδύονται εἰς [[ἄλλο]] μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετεισδύνω]] (Α)<br />([[ιδίως]] για τα καρκινοειδή) [[βγαίνω]] από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και [[εισέρχομαι]] σε [[άλλο]] μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς [[ἄλλο]] [[ὄστρακον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>εἰσ</i>-[[δύνω]] «[[εισέρχομαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], εἰς ἄλλο ὄστρακον
A change and slip into another shell, Arist.HA548a16.
German (Pape)
[Seite 158] (s. δύνω), aus Einem ins Andere eindringen, hinübergehen, Arist. H. A. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μετεισδύνω: εἰς... ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους καὶ εἰσδύομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν καρκινίων, ἅτινα αὐξανόμενα καταλείπουσι τὸ πρῶτον ὄστρακον καὶ εἰσδύονται εἰς ἄλλο μεῖζον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22.
Greek Monolingual
μετεισδύνω (Α)
(ιδίως για τα καρκινοειδή) βγαίνω από το πρώτο όστρακο, όταν αυξάνομαι, και εισέρχομαι σε άλλο μεγαλύτερο («αὐξανόμενον μετεισδύνει είς ἄλλο ὄστρακον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἰσ-δύνω «εισέρχομαι»].