μονασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονασμός''': ὁ, ([[μονάζω]]) [[βίος]] [[μοναχικός]], [[ἐρημία]], «[[μοναξία]]», Εὐστ. 636. 36.
|lstext='''μονασμός''': ὁ, ([[μονάζω]]) [[βίος]] [[μοναχικός]], [[ἐρημία]], «[[μοναξία]]», Εὐστ. 636. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονασμός]], ὁ (ΑΜ) [[μονάζω]]<br />[[μοναχικός]] [[βίος]], [[απομόνωση]], [[μοναξιά]].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονασμός Medium diacritics: μονασμός Low diacritics: μονασμός Capitals: ΜΟΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: monasmós Transliteration B: monasmos Transliteration C: monasmos Beta Code: monasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A solitary life, solitude, Eust.636.36.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, einsames, bes. Mönchs-Leben, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μονασμός: ὁ, (μονάζω) βίος μοναχικός, ἐρημία, «μοναξία», Εὐστ. 636. 36.

Greek Monolingual

μονασμός, ὁ (ΑΜ) μονάζω
μοναχικός βίος, απομόνωση, μοναξιά.