μορμολύκη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(b)
(25)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μορμολύκη]] και δωρ. τ. μορμολύκα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορμολύκειο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[μορμολύττομαι]]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμολύκη Medium diacritics: μορμολύκη Low diacritics: μορμολύκη Capitals: ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ
Transliteration A: mormolýkē Transliteration B: mormolykē Transliteration C: mormolyki Beta Code: mormolu/kh

English (LSJ)

Dor. μορμο-λύκα [ῠ], ἡ, = foreg. 1, Sophr. 9, Str.1.2.8:—also μορμο-λῠκία, ἡ, Philostr.VA4.25 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.

Greek Monolingual

η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].