μικροτράπεζος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκροτράπεζος''': -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1. | |lstext='''μῑκροτράπεζος''': -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικροτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραθέτει [[λιτή]], ευτελή [[τράπεζα]], που τρώει λιτά, φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A keeping a mean, shabby table, Antiph.172.1.
German (Pape)
[Seite 185] einen geringen, schlechten Tisch führend, Ἕλληνες, Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροτράπεζος: -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.
Greek Monolingual
μικροτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].