μισόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_15)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισόγαμος''': ὁ, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Γλωσσ.
|lstext='''μισόγαμος''': ὁ, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισόγαμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μισεί τον γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπό</i>-<i>γαμος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 191] die Ehe hassend, ehescheu (?).

Greek (Liddell-Scott)

μισόγαμος: ὁ, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μισόγαμος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γαμος (< γάμος) πρβλ. λιπό-γαμος, φιλό-γαμος].