μισόγαμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 191] die Ehe hassend, ehescheu (?).

Greek (Liddell-Scott)

μισόγαμος: ὁ, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μισόγαμος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γαμος (< γάμος) πρβλ. λιπόγαμος, φιλόγαμος].