Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
[Seite 191] die Ehe hassend, ehescheu (?).
μισόγαμος: ὁ, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Γλωσσ.
μισόγαμος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γαμος (< γάμος) πρβλ. λιπόγαμος, φιλόγαμος].