μονοπόδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_21) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονοπόδιον''': τό, [[τράπεζα]] ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14. | |lstext='''μονοπόδιον''': τό, [[τράπεζα]] ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονοπόδιον]], τὸ (Α)<br />[[τραπέζι]] που στηρίζεται σε ένα [[πόδι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 204] τό, ein Tisch mit einem Fuße, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
μονοπόδιον: τό, τράπεζα ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς στηριζόμενη, Λίβιος 39, 6, ἐν τέλει· πρβλ. Πλίν. 34, 3, 8, § 14.
Greek Monolingual
μονοπόδιον, τὸ (Α)
τραπέζι που στηρίζεται σε ένα πόδι.