ναύποδες: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_4) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναύποδες''': «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον [[ναυσίποδες]]. | |lstext='''ναύποδες''': «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον [[ναυσίποδες]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναύποδες]] (Μ)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «οἱ νησιῶται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>. Έχει προταθεί η [[διόρθωση]] της λ. σε [[ναυσίποδες]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 232] οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ναύποδες: «οἱ νησιῶται» Φώτ.· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ναυσίποδες.
Greek Monolingual
ναύποδες (Μ)
(κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση της λ. σε ναυσίποδες.