μυκτηριστής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(6_19)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτηριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μυκτηρίζων, ὁ περιγελῶν, Ἀθήν. 182Α, 187C.
|lstext='''μυκτηριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μυκτηρίζων, ὁ περιγελῶν, Ἀθήν. 182Α, 187C.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυκτηριστής]] και [[μυκτηριαστής]]) [[μυκτηρίζω]]<br />αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον.
}}
}}

Revision as of 11:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηριστής Medium diacritics: μυκτηριστής Low diacritics: μυκτηριστής Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: myktēristḗs Transliteration B: myktēristēs Transliteration C: myktiristis Beta Code: mukthristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A sneerer, mocker, Ath.5.182a, 187b.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, der Naserümpscr, Spötter, Ath. V, 182 a 187 e.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μυκτηρίζων, ὁ περιγελῶν, Ἀθήν. 182Α, 187C.

Greek Monolingual

ο (Α μυκτηριστής και μυκτηριαστής) μυκτηρίζω
αυτός που εμπαίζει, χλευάζει, περιγελά κάποιον.