νάστης: Difference between revisions
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
(6_19) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]]), «[[οἰκιστής]]. καὶ κύριον [[ὄνομα]]» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198. | |lstext='''νάστης''': -ου, ὁ, ([[ναίω]]), «[[οἰκιστής]]. καὶ κύριον [[ὄνομα]]» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νάστης]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «οἰκιστὴς καἰ κύριον [[ὄνομα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νασ</i>- του ρ. [[ναίω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> [[μετανάστης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., Hsch.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
νάστης: -ου, ὁ, (ναίω), «οἰκιστής. καὶ κύριον ὄνομα» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Greek Monolingual
νάστης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ- του ρ. ναίω + κατάλ. -της (πρβλ. μετανάστης)].