μυχθώδης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυχθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, [[ὅμοιος]] πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., [[δύσπνοια]], Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = [[μυχθισμός]]. | |lstext='''μυχθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, [[ὅμοιος]] πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., [[δύσπνοια]], Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = [[μυχθισμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυχθώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με [[βογγητό]], [[δύσπνοια]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μυχθίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like one snorting, πνεύματα μ. hard-drawn breath, Hp.Coac.529.
German (Pape)
[Seite 224] ες, nach der Art eines Seufzenden, Stöhnenden, Hippocr., wie von μύχθος, welches nicht vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
μυχθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, ὅμοιος πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., δύσπνοια, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = μυχθισμός.
Greek Monolingual
μυχθώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με βογγητό, δύσπνοια, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυχθίζω.