νυκτεροφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτεροφεγγής''': -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.
|lstext='''νυκτεροφεγγής''': -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς [[μήνη]]», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτεροφεγγής Medium diacritics: νυκτεροφεγγής Low diacritics: νυκτεροφεγγής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: nykterophengḗs Transliteration B: nykterophengēs Transliteration C: nykterofeggis Beta Code: nukterofeggh/s

English (LSJ)

ές,

   A shining by night, μυήνη Man.3.393.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεροφεγγής: -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.

Greek Monolingual

νυκτεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο-φεγγής].