ναυσίασις: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(6_10)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυσίᾱσις''': ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, [[ναυτία]], Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.
|lstext='''ναυσίᾱσις''': ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, [[ναυτία]], Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναυσίασις]], ἡ (Α) [[ναυσιώ]]<br /><b>1.</b> [[ναυτία]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βδελυγμός]]».
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσίᾱσις Medium diacritics: ναυσίασις Low diacritics: ναυσίασις Capitals: ΝΑΥΣΙΑΣΙΣ
Transliteration A: nausíasis Transliteration B: nausiasis Transliteration C: nafsiasis Beta Code: nausi/asis

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ,

   A squeamishness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, Neigung zum Erbrechen, Uebelkeit, Hesych. erkl. βδελυγμός.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσίᾱσις: ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, ναυτία, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.

Greek Monolingual

ναυσίασις, ἡ (Α) ναυσιώ
1. ναυτία
2. (κατά τον Ησύχ.) «βδελυγμός».