ξάσμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_21) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξάσμα''': τό, [[ἔριον]] ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915. | |lstext='''ξάσμα''': τό, [[ἔριον]] ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ξάσμα]], -ατος)<br />ξασμένο [[μαλλί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ποσότητα]] λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει [[εκάστοτε]] στη [[ζώνη]] του ο [[σχοινοπλόκος]] για να πλέξει το [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξασ</i>- του [[ξαίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>ξασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ύφασ</i>-<i>μα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A carded wool, S.Fr.1073.
German (Pape)
[Seite 275] τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ξάσμα: τό, ἔριον ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915.
Greek Monolingual
το (Α ξάσμα, -ατος)
ξασμένο μαλλί
νεοελλ.
η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. παρακμ. ἔ-ξασ-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. ύφασ-μα)].