μύδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_21) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύδιον''': τό, [[λέμβος]], [[πλοῖον]], διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 86, πρβλ, Fest. ἐν λέξ. myoparum. II. χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Παῦλ. Αἰγ. 6. 8. ΙΙΙ = [[μύαξ]], «[[μύαξ]], τὸ θαλάσσιον [[μύδιον]]» Ἰατρικ. Γλωσσ. Χειρόγρ. Νεοφύτου Μοναχοῦ, κλ. | |lstext='''μύδιον''': τό, [[λέμβος]], [[πλοῖον]], διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 86, πρβλ, Fest. ἐν λέξ. myoparum. II. χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], Παῦλ. Αἰγ. 6. 8. ΙΙΙ = [[μύαξ]], «[[μύαξ]], τὸ θαλάσσιον [[μύδιον]]» Ἰατρικ. Γλωσσ. Χειρόγρ. Νεοφύτου Μοναχοῦ, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[μύδι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A small boat, D.S.31.38 (pl.), Fest. s.v. myoparo, CIL8.27790 (Althiburos). II small forceps, Heliod. ap. Orib.46.10.4, Philum.Ven.2.6, Aët.7.64:—also μυδιόσκελλον, τό, Id.8.27.
Greek (Liddell-Scott)
μύδιον: τό, λέμβος, πλοῖον, διάφ. γραφὴ ἐν Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 86, πρβλ, Fest. ἐν λέξ. myoparum. II. χειρουργικὸν ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 8. ΙΙΙ = μύαξ, «μύαξ, τὸ θαλάσσιον μύδιον» Ἰατρικ. Γλωσσ. Χειρόγρ. Νεοφύτου Μοναχοῦ, κλ.
Greek Monolingual
το
βλ. μύδι.