μυριότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_16)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριότῑμος''': -ον, [[μυριάκις]] [[τίμιος]], [[πολύτιμος]], Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 855Ε.
|lstext='''μῡριότῑμος''': -ον, [[μυριάκις]] [[τίμιος]], [[πολύτιμος]], Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 855Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριότιμος]], -ον (ΑΜ)<br />εξαιρετικά [[πολύτιμος]], [[ατίμητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]])].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐότῑμος Medium diacritics: μυριότιμος Low diacritics: μυριότιμος Capitals: ΜΥΡΙΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: myriótimos Transliteration B: myriotimos Transliteration C: myriotimos Beta Code: murio/timos

English (LSJ)

ον,

   A = πολύτιμος, Cyr.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριότῑμος: -ον, μυριάκις τίμιος, πολύτιμος, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 855Ε.

Greek Monolingual

μυριότιμος, -ον (ΑΜ)
εξαιρετικά πολύτιμος, ατίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].