μυριάκις

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάκις Medium diacritics: μυριάκις Low diacritics: μυριάκις Capitals: ΜΥΡΙΑΚΙΣ
Transliteration A: myriákis Transliteration B: myriakis Transliteration C: myriakis Beta Code: muria/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (μυρίος) ten thousand times, numberless times, Ar.Nu.738, Ra.63, Pl.Lg.677d, Arist.Metaph.1007a16.

German (Pape)

[Seite 218] zehntausendmal, unzählige Male; Ar. Ran. 63 Plat. Theaet. 196 e u. A.

French (Bailly abrégé)

adv.
un nombre de fois infini, dix mille fois.
Étymologie: μυρίοι.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάκις: adv. (ᾰ) десять тысяч, т. е. несчетное множество раз Arph., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ. (μυρίος) μυρίας φοράς, Ἀριστοφ. Νεφ. 738, Βάτρ. 63, Πλάτ. Νόμ. 677D, Ἀριστ., κτλ.

Greek Monolingual

μυριάκις)
επίρρ.
1. δέκα χιλιάδες φορές
2. (ως επιτατ.) χιλιάδες φορές, πάρα πολλές, άπειρες, αναρίθμητες φορές (α. «είναι μυριάκις ανώτερος από μένα» β. «ἀκήκοας μυριάκις ἁγὼ βούλομαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριοι + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. ημισάκις)].

Greek Monotonic

μῡριάκις: [ᾰ] (μυρίος), επίρρ., δέκα χιλιάδες φορές, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυρίος
ten thousand times, Ar.

English (Woodhouse)

thousands of times

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)