μυζητής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(8)
 
(26)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=muzhth/s
|Beta Code=muzhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">caterpillar</b>, Sm.<span class="title">Ps.</span>77(78).46.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">caterpillar</b>, Sm.<span class="title">Ps.</span>77(78).46.</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυζητής]]) <b>ζωολ.</b><br />[[έντομο]] ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μύζω]] (ΙΙ) «[[πιπιλίζω]], ρουφώ» με [[επίδραση]] του [[μυζώ]], πιθ. [[επειδή]] το [[έντομο]] ρουφά τον χυμό τών φρούτων].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυζητής Medium diacritics: μυζητής Low diacritics: μυζητής Capitals: ΜΥΖΗΤΗΣ
Transliteration A: myzētḗs Transliteration B: myzētēs Transliteration C: myzitis Beta Code: muzhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A caterpillar, Sm.Ps.77(78).46.

Greek Monolingual

ο (Α μυζητής) ζωολ.
έντομο ημίπτερο της οικογένειας αφιδίδες επιβλαβές για τα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. μύζω (ΙΙ) «πιπιλίζω, ρουφώ» με επίδραση του μυζώ, πιθ. επειδή το έντομο ρουφά τον χυμό τών φρούτων].