μυελοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυελοτρεφής''': -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.
|lstext='''μυελοτρεφής''': -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυελοτρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τρεφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελοτρεφής Medium diacritics: μυελοτρεφής Low diacritics: μυελοτρεφής Capitals: ΜΥΕΛΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: myelotrephḗs Transliteration B: myelotrephēs Transliteration C: myelotrefis Beta Code: muelotrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A breeding marrow, Tim.Fr.24.

German (Pape)

[Seite 213] ές, marknährend, gebend, E. M 630, 43 aus Timotheus.

Greek (Liddell-Scott)

μυελοτρεφής: -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.

Greek Monolingual

μυελοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο-τρεφής].