Ναζαρηνός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(T22)
(26)
Line 4: Line 4:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=Ναζαρηνοῦ, ὁ, a Nazarene, of Nazareth, sprung from Nazareth, a patrial [[name]] applied by the Jews to Jesus, [[because]] he had lived at Nazareth [[with]] his parents from his [[birth]] [[until]] he made his [[public]] [[appearance]]: L marginal [[reading]] T Tr [[text]] WH); and L T Tr WH in Mark 10:47.
|txtha=Ναζαρηνοῦ, ὁ, a Nazarene, of Nazareth, sprung from Nazareth, a patrial [[name]] applied by the Jews to Jesus, [[because]] he had lived at Nazareth [[with]] his parents from his [[birth]] [[until]] he made his [[public]] [[appearance]]: L marginal [[reading]] T Tr [[text]] WH); and L T Tr WH in Mark 10:47.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Μ [[Ναζαρηνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, [[Ναζωραίος]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Ναζαρηνοί</i><br />[[μέλη]] της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό [[πνεύμα]] στην [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ναζαρ</i>-<i>έτ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηνός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Λαρισ</i>-<i>ηνός</i>, <i>Περγαμ</i>-<i>ηνός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

English (Strong)

from Ναζαρέθ; a Nazarene, i.e. inhabitant of Nazareth: of Nazareth.

English (Thayer)

Ναζαρηνοῦ, ὁ, a Nazarene, of Nazareth, sprung from Nazareth, a patrial name applied by the Jews to Jesus, because he had lived at Nazareth with his parents from his birth until he made his public appearance: L marginal reading T Tr text WH); and L T Tr WH in Mark 10:47.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Μ Ναζαρηνός, -ή, -όν)
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για τον Ιησού) αυτός που κατάγεται από την Ναζαρέτ, Ναζωραίος
2. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζαρηνοί
μέλη της Αδελφότητας του Αγίου Λουκά την οποία συγκρότησαν στις αρχές του 19ου αιώνα νεαροί Γερμανοί ζωγράφοι που επιδίωκαν να επαναφέρουν το μεσαιωνικό πνεύμα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ναζαρ-έτ + κατάλ. -ηνός (πρβλ. Λαρισ-ηνός, Περγαμ-ηνός)].