ναυσιβάτης: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυσῐβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, = [[ναυβάτης]], Μανέθ. 1. 323, Γρηγ. Ναζ. IV, 922Α. | |lstext='''ναυσῐβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, = [[ναυβάτης]], Μανέθ. 1. 323, Γρηγ. Ναζ. IV, 922Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυσιβάτης]], ὁ (Α)<br />[[ναυβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. <i>ναυσί</i>, πληθ. του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A = ναυβάτης, Lyr.Alex.Adesp.33.7, Man.1.323, Hsch.s.v. βαρυδάνιν.
German (Pape)
[Seite 232] ὁ, p. = ναυβάτης, Sp., wie Maneth. 1, 323. 4, 397.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσῐβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = ναυβάτης, Μανέθ. 1. 323, Γρηγ. Ναζ. IV, 922Α.
Greek Monolingual
ναυσιβάτης, ὁ (Α)
ναυβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. ναυσί, πληθ. του ναῦς «πλοίο» + -βάτης (< βαίνω)].