νεογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_16)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
|lstext='''νεογέννητος''': -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.
}}
{{grml
|mltxt=και [[νιογέννητος]], -η, -ο (ΑΜ [[νεογέννητος]], Μ και νηογέννητος, -ον)<br />αυτός που γεννήθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο, [[αρτιγέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νεογέννητο</i><br />το [[νεογνό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», <b>Σολωμ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γέννητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γεννῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογέννητος Medium diacritics: νεογέννητος Low diacritics: νεογέννητος Capitals: ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neogénnētos Transliteration B: neogennētos Transliteration C: neogennitos Beta Code: neoge/nnhtos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on νεογιλός, Phot.

German (Pape)

[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.

Greek Monolingual

και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].