νεκροτόκιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(6_21)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροτόκιον''': τό, = [[ἀμβλωθρίδιον]], Μαξίμ. Ὁμολ. Σχόλ. 141Β, C.
|lstext='''νεκροτόκιον''': τό, = [[ἀμβλωθρίδιον]], Μαξίμ. Ὁμολ. Σχόλ. 141Β, C.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκροτόκιον]], τὸ (Μ)<br />το [[βρέφος]] που γεννήθηκε νεκρό, που υπέστη [[αποβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκιον]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 238] τό, das Todtgeborene, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροτόκιον: τό, = ἀμβλωθρίδιον, Μαξίμ. Ὁμολ. Σχόλ. 141Β, C.

Greek Monolingual

νεκροτόκιον, τὸ (Μ)
το βρέφος που γεννήθηκε νεκρό, που υπέστη αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -τόκιον (< -τόκος < τίκτω)].