νεοσχιδής: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_8) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοσχιδής''': -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, [[ὄρος]] Νόνν. Δ. 25. 307. | |lstext='''νεοσχιδής''': -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, [[ὄρος]] Νόνν. Δ. 25. 307. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοσχιδής]], -ές (Α)<br />αυτός που σχίστηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχίδος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-<i>σχιδής</i>, <i>πολυ</i>-<i>σχιδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A just split or cloven, ὄρος Nonn.D.45.307.
German (Pape)
[Seite 245] ές, eben erst gespalten, Nonn. 45, 307.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσχιδής: -ές, ὁ πρὸ μικροῦ σχισθείς, ὄρος Νόνν. Δ. 25. 307.
Greek Monolingual
νεοσχιδής, -ές (Α)
αυτός που σχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ- του σχίζω), πρβλ. ακρο-σχιδής, πολυ-σχιδής].