νιτροποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(6_18) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νιτροποιός''': -όν, ὁ παρασκευάζων [[νίτρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 725. | |lstext='''νιτροποιός''': -όν, ὁ παρασκευάζων [[νίτρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 725. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νιτροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που παράγει [[νίτρο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A producing νίτρον, γῆ Sch.Ar.Ra.725.
Greek (Liddell-Scott)
νιτροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων νίτρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 725.
Greek Monolingual
νιτροποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει νίτρο.