Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Full diacritics: νιτροποιός | Medium diacritics: νιτροποιός | Low diacritics: νιτροποιός | Capitals: ΝΙΤΡΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: nitropoiós | Transliteration B: nitropoios | Transliteration C: nitropoios | Beta Code: nitropoio/s |
νιτροποιόν, producing νίτρον, γῆ Sch.Ar.Ra.725.
νιτροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων νίτρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 725.
νιτροποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει νίτρο.