ὀξυλαβής: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6_8)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠλᾰβής''': -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.
|lstext='''ὀξῠλᾰβής''': -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυλαβής]], -ές (Α)<br />(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]], [[αρπακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- <i>του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>λαβής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλᾰβής Medium diacritics: ὀξυλαβής Low diacritics: οξυλαβής Capitals: ΟΞΥΛΑΒΗΣ
Transliteration A: oxylabḗs Transliteration B: oxylabēs Transliteration C: oksylavis Beta Code: o)culabh/s

English (LSJ)

ές,

   A quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.

German (Pape)

[Seite 353] ές, schnell fassend, ergreifend, Arist. H. A. 9, 34, vom Adler.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλᾰβής: -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.

Greek Monolingual

ὀξυλαβής, -ές (Α)
(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -λαβής (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. μεσο-λαβής].