πέζευσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_8)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέζευσις''': -εως, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἵππου [[κατάβασις]], Νικήτ. Χρον. 35D.
|lstext='''πέζευσις''': -εως, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἵππου [[κατάβασις]], Νικήτ. Χρον. 35D.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ [[πεζεύω]]<br />η [[κάθοδος]] από το [[άλογο]], η [[αφίππευση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πέζευσις: -εως, ἡ, ἡ ἀπὸ τοῦ ἵππου κατάβασις, Νικήτ. Χρον. 35D.

Greek Monolingual

ἡ, Μ πεζεύω
η κάθοδος από το άλογο, η αφίππευση.