ὀλβία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_9)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβία''': ἡ, [[μακαρία]], [[μακαριότης]], «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.
|lstext='''ὀλβία''': ἡ, [[μακαρία]], [[μακαριότης]], «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλβία]], ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[μακαριότητα]], [[ευδαιμονία]] στη [[μετά]] θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν<br />ὡς εἰς μακαρίαν<br />τὸ εἰς Ἅιδου», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. [[ἀνολβία]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβία Medium diacritics: ὀλβία Low diacritics: ολβία Capitals: ΟΛΒΙΑ
Transliteration A: olbía Transliteration B: olbia Transliteration C: olvia Beta Code: o)lbi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bliss, Phot.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, die Glückseligkeit, Com. bei Phot., εἰς ὀλβίαν, Verwünschung, wie βάλλ' εἰς μακαρίαν.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβία: ἡ, μακαρία, μακαριότης, «ἐς ὀλβίαν: ὡς εἰς μακαρίαν· τὸ εἰς Ἅιδου· Φώτ.

Greek Monolingual

ὀλβία, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) μακαριότητα, ευδαιμονία στη μετά θάνατον ζωή («ἐς ὀλβίαν
ὡς εἰς μακαρίαν
τὸ εἰς Ἅιδου», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. ἀνολβία.