μακαρία

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρία Medium diacritics: μακαρία Low diacritics: μακαρία Capitals: ΜΑΚΑΡΙΑ
Transliteration A: makaría Transliteration B: makaria Transliteration C: makaria Beta Code: makari/a

English (LSJ)

ἡ,
A happiness, bliss, Phld.Herc.1232p.70V.; κενὴ μακαρία Luc. Herm.71, Nav.12: hence, as a Com. euphemism for ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς μακαρίαν Ar.Eq.1151; βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a; ἐς μακαρίαν τὸ λουτρόν Antiph.245.
II foolishness, nonsense, κεναὶ μακαρίαι = hot air, poppycock, balderdash, baloney, bull, bunk, drivel, empty talk, gibberish, hogwash, hooey, a load of crap, a load of shit, nonsense, stuff and nonsense Simp.in Cael.140.31.
III = βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonheur, félicité.
Étymologie: μάκαρ.

German (Pape)

ἡ, die Glückseligkeit; κενὴ μ., nichtiges, in bloßen Wünschen bestehendes Glück, Luc. Hermot. 71; Navig. 12; komischer Euphemismus für ἐς κόρακας ist Ar. Eq. 1151: ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών, wie man auch bei uns »einem die ewige Seligkeit wünscht«; vgl. βάλλ' ἐς μακαρίαν, Plat. Hipp. mai. 293a, wo Heindorf zu vergleichen, wie Ruhnk. zu Tim. p. 59; auch εἰς μακαρίαν τὸ λουτρόν, Antiphan. bei Ath. I.18c. Eigtl. wohl in dieser Vrbdg = das Land der Seligen. S. auch nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρία:блаженство, счастье Luc.: ἄπαγ᾽ (или βάλλ᾽ Plat.) ἐς μακαρίαν! Arph. (euphemism вм. ἐς κόρακας) да ну тебя совсем!

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρία: ἡ, εὐδαιμονία, μακαριότης, κενὴ μ. Λουκ. Ἑρμότ. 71, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12. - ἐντεῦθεν, κωμ. εὔφημ. ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ ἐς κόρακας, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1151· βάλλ’ εἰς μ. Πλάτ. Ἱππίας Μείζ. 293Α· ἐς μ. τὸ λουτρὸν Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 9· πρβλ. Ruhnk εἰς Τίμ.

Greek Monolingual

και μακαριά, η (AM μακαρία)
νεοελλ.
άρτος που διανέμεται μετά την κηδεία σε αυτούς που τήν παρακολούθησαν, ψυχόπιτα
νεοελλ.-μσν.
δείπνο που παρατίθεται στο σπίτι του πεθαμένου μετά την κηδεία του, το νεκρόδειπνο
αρχ.
1. μακαριότητα, ευδαιμονία, ευτυχία
2. στον πληθ. αἱ μακαρίαι
ανοησίες
3. (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων»
4. φρ. «ἄπαγ' ἐς μακαρίαν» — άντε στην ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μακάριος. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μάσσω, ενώ η προηγούμενη άποψη οφείλεται σε λαϊκή ετυμολογία].

Greek Monotonic

μᾰκᾰρία: ἡ, ευτυχία, ευδαιμονία, κενὴ μακαρία, σε Λουκ.· ευφημ. αντί ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς μακαρίαν, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μᾰκᾰρία, ἡ, [from μάκαρ
happiness, bliss, κενὴ μ. Luc.:—euphemism for ἐς κόρακας, ἄπαγ' ἐς μακαρίαν Ar.