ὁρίζων: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_1) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρίζων''': (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), ὁ, ὁ περιορίζων τὴν ὅρασιν [[κύκλος]], ὁ «[[ὁρίζων]]», τὸ τοῦ Κικέρωνος, orbis finiens, Τίμ. Λοκρ. 97Α· ὁ τοῦ ὁρίζοντος [[κύκλος]] Ἀριστοφ. Μετεωρ. 2. 6, 2, πρβλ. 3. 5, 2· οἱ ὁρίζοντες Τίμ. Λοκρ. 97D. | |lstext='''ὁρίζων''': (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), ὁ, ὁ περιορίζων τὴν ὅρασιν [[κύκλος]], ὁ «[[ὁρίζων]]», τὸ τοῦ Κικέρωνος, orbis finiens, Τίμ. Λοκρ. 97Α· ὁ τοῦ ὁρίζοντος [[κύκλος]] Ἀριστοφ. Μετεωρ. 2. 6, 2, πρβλ. 3. 5, 2· οἱ ὁρίζοντες Τίμ. Λοκρ. 97D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁρίζων]], -οντος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ορίζοντας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. κύκλος), οντος, ὁ,
A separating circle (cf. ὁρίζω 1.1b), horizon, Autol.Sph.5, Ti.Locr.97a ; ὁτοῦ ὁρίζοντος κύκλος Arist.Mete. 363a27 ; ὁ ὁ. κύκλος Id.Cael.297b34, al. ; ὁ αἰσθητὸς ὁ., opp. ὁ λόγῳ θεωρητός, Gem.5.56,57 ; οἱ ὁρίζοντες Ti.Locr.97d. 2 Pythag. name for 9, because it limits, i.e. finishes, the series of units, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 378] οντος, ὁ, der Abgränzende, der Horizont, Tim. Locr. 97 a u. öfter bei Sp., die zum Theil κύκλος, auch ἀήρ ergänzen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρίζων: (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ, ὁ περιορίζων τὴν ὅρασιν κύκλος, ὁ «ὁρίζων», τὸ τοῦ Κικέρωνος, orbis finiens, Τίμ. Λοκρ. 97Α· ὁ τοῦ ὁρίζοντος κύκλος Ἀριστοφ. Μετεωρ. 2. 6, 2, πρβλ. 3. 5, 2· οἱ ὁρίζοντες Τίμ. Λοκρ. 97D.