οἰκονόμημα: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(6_22)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκονόμημα''': τό, τὸ οἰκονομεῖν τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737a. 20.
|lstext='''οἰκονόμημα''': τό, τὸ οἰκονομεῖν τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737a. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκονόμημα]], τὸ (Α) [[οικονομώ]]<br />[[διεύθυνση]], [[διαχείριση]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονόμημα Medium diacritics: οἰκονόμημα Low diacritics: οικονόμημα Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: oikonómēma Transliteration B: oikonomēma Transliteration C: oikonomima Beta Code: oi)kono/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A administration, πᾶν τὸ πρὸς τὴν διαδοχὴν ἀνῆκον οἰ. IG22.1099 (ii A.D.) : pl., OGI453.19 (M. Antonius).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονόμημα: τό, τὸ οἰκονομεῖν τι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2737a. 20.

Greek Monolingual

οἰκονόμημα, τὸ (Α) οικονομώ
διεύθυνση, διαχείριση.