ὀνειρήεις: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(6_8) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνειρήεις''': εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14. | |lstext='''ὀνειρήεις''': εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνειρήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πευκ</i>-<i>ήεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, = foreg., Orph.H.86.14.
German (Pape)
[Seite 346] εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειρήεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14.
Greek Monolingual
ὀνειρήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. πευκ-ήεις)].