ξανθοδερκής: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(6_7) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξανθοδερκής''': -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων [[βλέμμα]], ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα [[δράκων]] Βακχυλ. VIII, 12 Blass. | |lstext='''ξανθοδερκής''': -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων [[βλέμμα]], ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα [[δράκων]] Βακχυλ. VIII, 12 Blass. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξανθοδερκής]], -ές (Α)<br />(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]] («[[ξανθοδερκής]] [[δράκων]]», Βακχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>δερκής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοδερκής: -ές, ὁ διάπυρον ῥίπτων βλέμμα, ὁ βλέπων φλογερῶς, τὸν ξανθοδερκὴς πέφν’ ἀσαγεύοντα δράκων Βακχυλ. VIII, 12 Blass.
Greek Monolingual
ξανθοδερκής, -ές (Α)
(για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμα («ξανθοδερκής δράκων», Βακχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ-δερκής].