ξενηλόγιον: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_21)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενηλόγιον''': τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.
|lstext='''ξενηλόγιον''': τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενηλόγιον]], τὸ (Α)<br />[[στρατολόγηση]] μισθοφόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγιον]]. Το -<i>η</i> του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλόγιον: τό, = τὸ ξένους συλλέγειν, Rhod. Del. 44, 40.

Greek Monolingual

ξενηλόγιον, τὸ (Α)
στρατολόγηση μισθοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγιον. Το -η του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].