ξενοκουρίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_15)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενοκουρίτης''': ὁ, ὁ ἐν ξένῃ μονῇ κουρεὶς [[μοναχός]], Λουκ. Πατριαρχ. Κ/πόλεως Ι, 3, Βαλσαμ. εἰς Καν. 21 τῆς ἐν Νικ. Συνόδ. σ. 547.
|lstext='''ξενοκουρίτης''': ὁ, ὁ ἐν ξένῃ μονῇ κουρεὶς [[μοναχός]], Λουκ. Πατριαρχ. Κ/πόλεως Ι, 3, Βαλσαμ. εἰς Καν. 21 τῆς ἐν Νικ. Συνόδ. σ. 547.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοκουρίτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που εκάρη [[μοναχός]] σε [[ξένη]] [[μονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[κουρά]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκουρίτης: ὁ, ὁ ἐν ξένῃ μονῇ κουρεὶς μοναχός, Λουκ. Πατριαρχ. Κ/πόλεως Ι, 3, Βαλσαμ. εἰς Καν. 21 τῆς ἐν Νικ. Συνόδ. σ. 547.

Greek Monolingual

ξενοκουρίτης, ὁ (Μ)
αυτός που εκάρη μοναχός σε ξένη μονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κουρά.