ξενοκουρίτης

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκουρίτης: ὁ, ὁ ἐν ξένῃ μονῇ κουρεὶς μοναχός, Λουκ. Πατριαρχ. Κ/πόλεως Ι, 3, Βαλσαμ. εἰς Καν. 21 τῆς ἐν Νικ. Συνόδ. σ. 547.

Greek Monolingual

ξενοκουρίτης, ὁ (Μ)
αυτός που εκάρη μοναχός σε ξένη μονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κουρά.