ξιφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />baudrier.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />baudrier.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξιφιστήρ]], ὁ (Α)<br />[[λωρίδα]] από την οποία κρεμούσαν το [[ξίφος]], [[ζωστήρας]] ξίφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξιφίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>, <i>κορυφισ</i>-<i>τήρ</i>) ή απευθείας από [[ξίφος]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστήρ Medium diacritics: ξιφιστήρ Low diacritics: ξιφιστήρ Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: xiphistḗr Transliteration B: xiphistēr Transliteration C: ksifistir Beta Code: cifisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

German (Pape)

[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.

Greek Monolingual

ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.